- νεόκοτος
- νεόκοτος και νεοκότος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό-κοτος, βαρὐ-κοτος)].
Dictionary of Greek. 2013.